Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ του Αυγούστου Στρίντμπεργκ


«Ο χορός του θανάτου» του Στρίντμπεργκ στο θέατρο Εκάτη

Ο μεγάλος Σουηδός δραματουργός εκφράζει στο έργο του «Ο χορός του θανάτου» την απώθηση (αλλά ενδεχομένως και την έλξη) προς το γυναικείο φύλο (ασφαλώς η απογοήτευσή του από τις γυναίκες βρίσκεται πίσω από το έργο – το γράφει στη διάρκεια του τρίτου γάμου του), τη σκοτεινιά των ενδοοικογενειακών σχέσεων, τη ματαιότητα της ανθρώπινης υπόστασης, όσα μπορούν να καταστήσουν μια μικρή οικογενειακή ιστορία ένα δράμα της ύπαρξης, ένα «θέατρο» ζωής. Μέσα από τη σχέση ενός ζευγαριού μετά από 25 χρόνια γάμου, που ζει αντικοινωνικά, απομονωμένο σ’ ένα νησί (με το προσωνύμιο «μικρή κόλαση»), μοιάζει πεπρωμένο της ανθρώπινης συμβίωσης ο αλληλοσπαραγμός. Από το σπίτι λείπουν τα παιδιά, οι υπηρέτριες, οι επισκέπτες (με την εξαίρεση του Κουρτ, του τρίτου προσώπου του έργου), τα χρήματα, τα τρόφιμα, οι ζεστές κουβέντες, η αγάπη. Περισσεύουν τα πικρά λόγια και τα δηλητηριώδη βλέμματα, η αδυσώπητη μοναξιά και η λεηλασία όσων απέμειναν. Δεσπόζουν η καταπίεση και η προσμονή απελευθέρωσης ίσως μέσω του θανάτου, οι μικρές δόσεις από δηλητήριο που δεν οδηγούν κατ’ ανάγκην στην ανοσία, η διάλυση και η αποσύνθεση της σχέσης, η διαφορετική οπτική στην κατανόηση του κόσμου (του ίδιου μικρόκοσμου), η διαφορετική προσέγγιση των κοινών βιωμάτων με την ευκολία της αναδρομικής ματιάς.
Δυο οικείοι ξένοι, δυο ξιφομάχοι συνομιλητές σημαδεύουν ανελέητα και εύστοχα ο ένας τον άλλον μέχρι την τελική εξόντωση, προσδοκώντας μιαν αόριστη όσο και μάταιη ελευθερία, αποτινάσσοντας την πλήξη και την ανία που τόσο χρειάζονται, φεύγοντας από το καταρρέον σπίτι, που ξεβάφει μαζί τους, που φθείρεται όσο κι αυτοί - οι ρωγμές του είναι και δικές τους.

Εγκλεισμός και πένθος, αόρατοι άλλοι και μοναξιά, αμοιβαία καταδυνάστευση, αδυναμία αποδέσμευσης, μόνη προσμονή ο θάνατος, νοερές, αναδρομικές αποδράσεις, χορός δαιμόνων, κανιβαλική συστροφή, η κόλαση μέσα τους, δύναμη μαζί κι αδυναμία, ίσως πιο πολύ από αλληλοσπαραγμός να είναι αυτοσπαραγμός, θύματα μαζί και θύτες, εσωτερικά ολοκαυτώματα, μυστικές πυροδοτήσεις εκρηκτικών με πικρό σαρκασμό που είναι ό,τι ανώτερο μπορούν να κατακτήσουν, αφού από τις ψυχές τους απουσιάζει ολοκληρωτικά η επιείκεια και η συμπάθεια. Αυτή μπορεί να εμφανιστεί μόνο μετά θάνατον…

Στο «Χορό του θανάτου» οι διαδρομές των αισθημάτων δεν είναι πάντοτε ορατές, είναι υπόγειες. Υπάρχει μια διαδρομή μίσους, που γίνεται επικίνδυνη και απειλητική. Υπάρχουν σκιές και σκοτεινές γωνιές στη σχέση του ζευγαριού, αλλά και στη διαπλοκή τους με τους άλλους, ιδίως με τον απρόσμενο επισκέπτη τους, τον Κουρτ, που έρχεται να υπενθυμίσει το παρελθόν και – με τον τρόπο του, ακόμη και άθελά του - να καθορίσει το παρόν και το μέλλον. Δεν ξέρουμε πόση κακότητα κρύβει ο κάθε ήρωας, αφού πολλές από τις σκέψεις του τις πληροφορούμαστε από τον άλλον.

Πίσω από τα πρόσωπα στέκονται οι σκιές τους: πίσω από την Άλις βρίσκεται η μαραμένη προσδοκία της να διαπρέψει ως ηθοποιός, η αυταπάτη της (;) ότι αυτή η προοπτική ακυρώθηκε βίαια λόγω του γάμου της, το παράπονο της απομόνωσης από τον υπόλοιπο κόσμο, η απόγνωση από την οικονομική στενότητα και την απουσία του οποιουδήποτε μέλλοντος, το χρώμα της φυλακής, η ωχράδα της ανελευθερίας. Πίσω από τον λοχαγό βρίσκεται η ματαιωμένη φιλοδοξία του να διακριθεί (έστω ως συγγραφέας στρατιωτικών εγχειριδίων), η αποτυχία του να εξελιχθεί, η επιλογή μιας απομονωμένης και αντικοινωνικής ζωής, η αδιέξοδη σχέση με τη γυναίκα του.
Πίσω και από τους δυο βρίσκονται 25 χρόνια γάμου, 2 πεθαμένα και 2 φευγάτα παιδιά αλλά και πολλές απορίες, απουσίες, εκκρεμότητες. Ο θάνατος και η φυγή των παιδιών καταδικάζει την ύπαρξη σε φθορά, την απονοηματοδοτεί, της αφαιρεί κάθε προοπτική «αθανασίας», τη μετατρέπει σε θνησιγενή εγκλωβισμό, την καθιστά ηχείο θανάτου, σ’ ένα ταξίδι βαθιά εσωτερικό μέχρι σπαραγμού.
Πίσω από τον Κουρτ βρίσκεται η σκοτεινή προσωπική του ιστορία, που θα παραμείνει πάντοτε στη σκιά, αλλά που σα σκιά θα τον ακολουθεί, η πάλη με τον εαυτό του, με την ανθεκτικότητά του στο περιβάλλον του μίσους, η αίσθηση ενός βίου που δεν «καρποφόρησε» σαν από αστοχία των υλικών του.

Αυτό το δύσκολο και εσωτερικό έργο ευτύχησε στην απόδοσή του από τους συντελεστές του θεάτρου Εκάτη: τη σκηνοθεσία της Βαλεντίνης Λουρμπά, που καταφέρνει να δημιουργήσει μιαν υποβλητική ατμόσφαιρα και να παρασύρει το θεατή στους στροβιλισμούς της, τον Μιχάλη Σαρημανώλη, που επιμελήθηκε φωτισμούς και μουσική με καίριες υπογραμμίσεις, και τους εξαιρετικούς ηθοποιούς, που κατορθώνουν να παίζουν μαζί με τις «σκιές» τους: τη Χρυσάνθη Οτζάκογλου στο ρόλο της Άλις, που ισορροπεί θαυμαστά ανάμεσα στο μίσος και την αγάπη, την εκδικητικότητα και την ανοχή, το φόβο και την αποφασιστικότητα, την παραίτηση και την πρωτοβουλία, ακόμη και την τυραννικότητα, θύμα και δαίμονας μαζί, τον Μάνο Χατζηγεωργίου στο ρόλο του λοχαγού, που αποδίδει με ανάλογη ευστάθεια τη βάναυση και την τρυφερή πλευρά του, την αντικοινωνική φύση του και τις ευάλωτες στιγμές του, τη δύναμη και την αδυναμία του, την αυτάρκεια και την εξάρτησή του από τους άλλους, την αντισυμβατική ειλικρίνεια και την παραπλανητική παραποίηση της αλήθειας, τον Παναγιώτη Κατσίκη στο ρόλο του Κουρτ, που όντας ο καταλύτης αλλά και ο ρυθμιστής βοηθά με τον τρόπο του και την ασφαλώς καθαρότερη στάση του (αν και όχι χωρίς σκοτεινές εσοχές) στην ανάδειξη της γενικότερης ισορροπίας του έργου, διατηρώντας κι αυτός τις σκιές και τα ερωτηματικά που τον συνοδεύουν όσο και την εσωτερική πάλη του, την αίσθηση ότι κατατρώγεται από προσωπικά αδιέξοδα και καταπίνεται από τη δίνη της μικρής κόλασης στην οποίαν ενεπλάκη κρατώντας ωστόσο στοιχεία ανθρωπιάς. Αν προσθέσει κανείς και τη χρήση του χώρου του θεάτρου ως σκηνικού στο σύνολό του με την αξιοποίηση κάθε γωνιάς, ακόμη και της σκάλας και των παρασκηνίων, όπου διαδραματίζεται μια σύντομη ακουστική σκηνή, και όπου βρίσκεται ο τηλέγραφος, στοιχείο – κλειδί στη σύνδεση του μέσα με το έξω, αντιλαμβάνεται την επιτυχία του εγχειρήματος.

Ο θεατής καταβυθίζεται μαζί με τον Στρίντμπεργκ στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, εκεί που η σκοτεινή πλευρά του εαυτού ελευθερώνεται από κοινωνικές συμβάσεις και επιτρέπει να εκφραστούν οι πιο μύχιες σκέψεις σε οδυνηρούς στροβιλισμούς, σε φιγούρες θανάτου.
Και αναρωτιέται: Ποιος είναι άραγε αυτός ο χορός; Ποιος είναι ο θάνατος; Είναι η αλλαγή των ανθρώπων στη δίνη του χρόνου; Είναι οι παγίδες που στήνει το πέρασμα της ζωής, το διάβα των ανθρώπων; Είναι που η ζωή μας γίνεται συχνά ένα απομονωμένο νησί, το σπίτι μας μια φυλακή, ένα κλουβί θανάτου; Είναι οι ξώβεργες της μοίρας, εμείς θηράματα και κυνηγοί; Είναι η νοσηρότητα της ανθρώπινης ψυχής με τα άγνωστα μονοπάτια, συχνά αδιάβατα, που κάποτε αποφασίζει να τα βαδίσει, να τα εξερευνήσει για να φτάσει συχνά σε νέα σκοτάδια και όχι σε ξέφωτα;


Γιούλη Χρονοπούλου, δρ φιλολογίας